Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ. «Αδια­λείπτως προσεύχεσθε»




«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με»


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ.


Ας μη νομίσει κανείς, αδελφοί μου Χριστιανοί, πώς μόνο οί ιερωμέ­νοι και οί μοναχοί έχουν χρέος να προσεύχονται ακατάπαυστα και .παντοτινά και όχι οί κοσμικοί. Όχι, όχι. Όλοι γενικά οί Χριστια­νοί έχομε χρέος πάντοτε να βρισκόμαστε σε προσευχή. Ό αγιότατος πα­τριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος γράφει σχετικά τα εξής στο Βίο του αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (του Παλαμά).


Ό θειος Γρηγόριος είχε ένα φίλο αγαπημένο ονομαζόμενο Ιώβ, άν­θρωπο απλούστατο και πολύ ενάρετο, με τον οποίο συνομιλώντας μία φορά του είπε και περί προσευχής και πώς κάθε Χριστιανός γενικά πρέπει να αγωνίζεται πάντοτε στην προσευχή και να προσεύχεται ακατάπαυστα, κα­θώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος σε όλους τους Χριστιανούς: «Αδια­λείπτως προσεύχεσθε», και καθώς λέει και ο προφήτης Δαβίδ, με όλο πού ήταν βασιλιάς κι είχε όλες τις φροντίδες του βασιλείου του: «Βλέπω πάντο­τε τον Κύριο μπροστά μου» (μέσω της προσευχής)· και καθώς διδάσκει ο Θεολόγος Γρηγόριος όλους τους Χριστιανούς λέγοντας ότι πρέπει να μνημονεύουμε με την προσευχή το όνομα του Θεού περισσότερο από όσο αναπνέομε. Και λέγοντας αυτά ο Άγιος στον φίλο του Ιώβ κι αλλά περισσότερα, του έλεγε ακόμη πώς πρέπει κι εμείς να κάνομε υπακοή στις παραγγελίες των Αγίων, και όχι μόνο να προσευχόμαστε εμείς παντοτινά, άλλα να διδάσκομε κι όλους τους άλλους, μοναχούς και λαϊκούς, σοφούς και αμόρφω­τους, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, και να τους παρακινούμε να προσεύ­χονται ακατάπαυστα.



Ακούγοντας αυτά ο γέροντας εκείνος Ιώβ, τα θεώ­ρησε καινοτομία κι άρχισε να αντιλέγει του Αγίου πώς ή αδιάλειπτη προ­σευχή είναι μονάχα για τους ασκητές και τους μοναχούς πού είναι έξω από τον κόσμο και από τους περισπασμούς, κι όχι για τους κοσμικούς πού έχουν τόσες μέριμνες και δουλειές. Και ο Άγιος πάλι του έλεγε κι άλλες μαρτυ­ρίες και αναντίρρητες αποδείξεις, όμως ο γέρων Ιώβ δεν επείθετο, και ο θείος Γρηγόριος αποφεύγοντας την πολυλογία και τη φιλονικία σώπασε και πήγε ο καθένας στο κελί του.

Κι υστέρα πού ο Ιώβ προσευχόταν καταμόνας στο κελί του, φαίνεται μπροστά του Άγγελος Κυρίου σταλμένος από το θεό πού θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, κι αφού τον έλεγξε αυ­στηρά πού φιλονικούσε με τον άγιο Γρηγόριο κι αντιστεκόταν σε πράγματα φανερά, από τα όποια προξενείτε ή σωτηρία των Χριστιανών, του πα­ρήγγειλε εκ μέρους του Αγίου Θεού να προσέχει καλά στο εξής και να φυλαχτεί πλέον να μην πει τίποτε ενάντιο σε αυτό το ψυχωφελέστατο έργο, γιατί αντιστέκεται στο θέλημα του Θεού· αλλά μήτε με το νου του πλέον να τολμήσει να δεχτεί ενάντιο λογισμό και να φρονεί διαφορετικά από ότι του είπε ο θείος Γρηγόριος. Τότε ο απλούστατος εκείνος γέρων Ιώβ πήγε αμέ­σως στον Άγιο κι έπεσε στα πόδια του, ζητώντας συγχώρηση για την αντί­σταση και φιλονικία και του φανέρωσε και όσα του είπε ο Άγγελος του Κυρίου.

Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς όλοι οί Χριστιανοί, από το μικρό ως το μεγάλο, οφείλουν να προσεύχονται παντοτινά με τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησαν με»; Και πάντοτε να το συνηθίσει να το λέει ο νους τους κι ή καρδιά τους; Και στοχαστείτε, πόσο ευαρεστείται ο Θεός με αυτό και πόση ωφέλεια προέρχεται από αυτό, ώστε από την άκρα Του φιλανθρωπία έστειλε και ουράνιο Άγγελο για να μας το αποκαλύψει, Έτσι πού να μην έχομε πλέον καμία αμφιβολία γι’ αυτό.

Μα τι λένε οι κοσμικοί; «Εμείς είμαστε μέσα σε τόσες υποθέσεις και φροντίδες του κόσμου· πώς είναι δυνατό να προσευχόμαστε ακατάπαυστα;»

Κι εγώ τους αποκρίνομαι, ότι ο Θεός δεν παρήγγειλε σ’ εμάς κάτι το αδύνατο, παρά μας παρήγγειλε όλα εκείνα πού μπορούμε να κάνομε. Επο­μένως και αυτό είναι δυνατό να το κατορθώσει καθένας πού ζητά επιμόνως τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί αν ήταν αδύνατο, θα ήταν για όλους γενι­κά τους κοσμικούς και δε θα είχαν βρεθεί τόσοι και τόσοι μέσα στον κόσμο να το κατορθώσουν από τους οποίους ας είναι ως παράδειγμα ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο θαυμάσιος εκείνος Κωνσταντίνος, για τον οποίο κάνει λόγο ο πατριάρχης Φιλόθεος ατό Βίο του αγίου Γρηγορίου, του γιου του.

Αυτός λοιπόν, με όλο πού ήταν μέσα στα ανάκτορα και ονομαζόταν πατέρας και διδάσκαλος του βασιλιά Ανδρόνικου και καταγινόταν καθημε­ρινά με τις βασιλικές υποθέσεις, χώρια πού είχε και τις υποθέσεις του σπι­τιού του, γιατί ήταν πολύ πλούσιος κι είχε πολλά κτήματα και υπηρέτες και παιδιά και γυναίκα, μ’ όλα ταύτα τόσο ήταν αχώριστος από το Θεό και τό­σο ήταν δοσμένος στη νοερά και ακατάπαυστη προσευχή, πού τις περισσότε­ρες φορές λησμονούσε εκείνα πού συζητούσαν μαζί του ο βασιλιάς και οί άρχοντες του παλατιού για υποθέσεις βασιλικές κι ερωτούσε πάλι γι’ αυτές μία και δύο φορές. Γι’ αυτό πολλές φορές οί άλλοι άρχοντες, μην ξέροντας την αιτία, συγχύζονταν και τον ονείδιζαν πού λησμονεί έτσι γρήγορα και ενοχλεί με τις δεύτερες ερωτήσεις του το βασιλιά· αλλά ο βασιλιάς, πού ή­ξερε την αιτία, τον υπερασπιζόταν λέγοντας: «Ό Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες ο μακάριος κι εκείνες δεν τον αφήνουν να προσέχει στα λόγια τα δικά μας πού είναι για υποθέσεις προσωρινές και μάταιες· ο νους του ευ­λογημένου είναι προσηλωμένος στα αληθινά και ουράνια και για τούτο λη­σμονεί τα επίγεια, επειδή όλη του ή προσοχή είναι στην προσευχή και στο Θεό». Γι’ αυτό και ο Κωνσταντίνος ήταν σεβάσμιος και αξιαγάπητος και στο βασιλιά και σε όλους τους μεγιστάνες και άρχοντες της βασιλείας, κα­θώς ήταν αγαπημένος και από το Θεό και αξιώθηκε ο αοίδιμος να κάνει και θαύματα.

Μία φορά δηλαδή, μπήκε σ’ ένα πλοιάριο με όλη του την οικογένεια για να πάει επάνω από τον Γαλατά σ’ ένα αναχωρητή, πού ησύχαζε εκεί, και να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Καθώς πήγαιναν, ρώτησε τους υπηρέτες του αν πήραν κανένα προσφάγι να πάνε στον αββά εκείνο για να τους φιλέψει. Εκείνοι του είπαν πώς λησμόνησαν από τη βία και δεν πήραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ο ευλογημένος, πλην δεν είπε τίποτε, μόνο πηγαί­νοντας εμπρός στο καΐκι, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα και με σιωπηλή και νοερά προσευχή παρακαλούσε το Θεό, τον Κύριο της θάλασσας, να του δώσει κανένα κυνήγι· κι υστέρα από λίγη ώρα —τι θαυμαστά είναι τα έργα, Χριστέ Βασιλεύ, με τα όποια δοξάζεις παράδοξα τους δούλους Σου!— βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα κρατώντας ένα πολύ μεγάλο λαβράκι, το όποιο έριξε μέσα στο πλοιάριο μπροστά στους υπηρέτες του και είπε: «Να πού ο Θεός νοιάστηκε και για τον άββά τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι».

Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς δοξάζει ο Ιησούς Χριστός τους δούλους Του εκείνους πού είναι πάντοτε μαζί Του και επικαλούνται συνεχώς το πα­νάγιο και γλυκύτατο όνομα Του;

Ακόμη και ο δίκαιος εκείνος και άγιος Ευδόκιμος, δεν ήταν κι αυτός μέσα στην Κωνσταντινούπολη και μέσα στα ανάκτορα και τις βασιλικές υποθέσεις; Δε συναναστρεφόταν με το βασιλιά και τους άρχοντες του παλα­τιού, με τόσες φροντίδες και περισπασμούς; Μ’ όλα ταύτα είχε πάντοτε αχώριστη τη νοερά προσευχή, καθώς διηγείται στο Βίο του ο Συμεών ο Με­ταφραστής, γι’ αυτό κι ευρισκόμενος μέσα στον κόσμο και στα κοσμικά ο τρισμακάριος, έζησε αληθινά μία ζωή αγγελική και υπερκόσμια και αξιώθη­κε από τον μισθαποδότη Θεό να λάβει και τέλος μακαριστό και θείο. Και άλλοι πολλοί και αναρίθμητοι πού ήταν μέσα στον κόσμο, ήταν ολωσδιόλου δοσμένοι στη νοερά και σωτήρια αυτή προσευχή, καθώς αναφέρονται σε διάφορες ιστορίες.

Λοιπόν, αδελφοί μου Χριστιανοί, σας παρακαλώ κι εγώ μαζί με τον θειο Χρυσόστομο, για τη σωτηρία της ψυχής σας, μην αμελήσετε αυτό το έργο της προσευχής. Μιμηθείτε αυτούς πού είπαμε και όσο το δυνατόν ακο­λουθήστε τους. Κι αν σας φαίνεται δύσκολο το πράγμα στις αρχές, ας είστε βέβαιοι και πληροφορημένοι, ως εκ προσώπου του παντοκράτορα Θεού, ότι αυτό το ίδιο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επικαλούμενο καθημερινά και ακατάπαυστα από μας, θα ευκολύνει όλες τις δυσκολίες. Και με την πολυκαιρία, αφού το συνηθίσαμε και γλυκαθούμε μ’ αυτό, θα γνωρίσαμε με τη δοκιμή πώς δεν είναι αδύνατο ούτε δύσκολο, αλλά δυνατό και εύκο­λο. Γι’ αυτό και ο θειος Παύλος, πού ήξερε καλύτερα από μας τη μεγάλη ωφέλεια της προσευχής, μας παρήγγειλε να προσευχόμαστε ακατάπαυστα. Δε θα μας συμβούλευε βέβαια ποτέ κάτι το δύσκολο και αδύνατο, γιατί δε θα μπορούσαμε να το κάνομε και ακολούθως θα γινόμασταν αναγκαστικά παρήκοοι και παραβάτες της παραγγελίας του και για τούτο άξιοι καταδί­κης· αλλά όταν είπε να προσευχόμαστε αδιάλειπτα, ο σκοπός του ήταν να προσευχόμαστε με το νου μας, πού είναι δυνατό να το κάνομε πάντοτε. Γιατί και όταν κάνομε εργόχειρο κι όταν περπατούμε κι όταν καθόμαστε κι όταν τρώμε κι όταν πίνομε, πάντοτε μπορούμε να προσευχόμαστε με το νου μας και να κάνομε νοερά προσευχή ευάρεστη στο Θεό και αληθινή· με το σώμα να δουλεύομε και με την ψυχή να προσευχόμαστε· ο έξω άνθρωπος να κάνει κάθε υπηρεσία σωματική και ο έσω άνθρωπος να είναι ολότελα αφιερωμένος στη λατρεία του Θεού και να μη λείπει ποτέ από αυτό το πνευματικό έργο της νοεράς προσευχής. Αυτό μας παραγγέλλει και ο θεάν­θρωπος Ιησούς στο ιερό ευαγγέλιο, λέγοντας : «Σύ δε, όταν προσεύχεσαι, πήγαινε μέσα στο “ταμείον” σου, κλείσε τη θύρα σου και προσευχήσου κρυ­φά στον Πατέρα σου». Ταμείο της ψυχής είναι το σώμα και θύρες του εαυτού μας οί πέντε αισθήσεις. Ή ψυχή μπαίνει μέσα στο ταμείο της, όταν δεν περιφέρεται ο νους εδώ κι εκεί στα πράγματα του κόσμου, άλλα βρίσκεται μέσα στην καρδιά μας· κι οί αισθήσεις μας κλείνουν και μένουν σφαλισμέ­νες, όταν δεν τις αφήναμε να προσηλώνονται στα αισθητά και ορώμενα πράγματα. Και με τούτο τον τρόπο μένει ο νους μας ελεύθερος από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα κοσμικά και με την κρυφή και νοερά προσευχή ενώνεσαι με το Θεό και Πατέρα σου· και τότε, λέει, ο Πατέρας σου πού βλέπει τα κρυφά θα σου αποδώσει στα φανερά. Βλέπει ο κρυφιογνώστης Θεός τη νοερά προσευχή σου και την ανταμείβει με φανερά και μεγάλα χα­ρίσματα· επειδή αυτή είναι ή αληθινή και τέλεια προσευχή κι αυτή γεμίζει την ψυχή από τη θεία χάρη και τα πνευματικά χαρίσματα. Όπως το μύρο, όσο περισσότερο το κλείνεις μέσα στο αγγείο, τόσο περισσότερο ευωδιάζει το αγγείο, έτσι και ή προσευχή, όσο περισσότερο την κλείνεις μέσα στην καρδιά σου, τόσο περισσότερο τη γεμίζει από τη θεία χάρη. Μακάριοι και καλότυχοι είναι εκείνοι πού θα συνηθίσουν σε τούτο το ουράνιο έργο, γιατί με αυτό νικούν κάθε πειρασμό των πονηρών δαιμόνων, όπως ο Δαβίδ νίκη­σε τον υπερήφανο Γολιάθ · με αυτό σβήνουν τις άτακτες επιθυμίες της σάρ­κας, όπως οί τρεις Παίδες έσβησαν τη φλόγα της καμίνου· με αυτό το έργο της νοεράς προσευχής καταπραΰνουν τα πάθη, όπως ο Δανιήλ ημέρωσε τα άγρια λιοντάρια· με αυτό κατεβάζουν τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά τους, όπως ο Ηλίας κατέβασε τη βροχή στο Καρμήλιο.

Αυτή ή νοερά προσευχή είναι πού ανεβαίνει ως το θρόνο του Θεού και φυλάγεται μέσα στις χρυσές φιάλες για να θυμιάζεται με αυτήν ο Κύριος, καθώς λέει ο Θεολόγος Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Και οί εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του Άρνίου, έχοντας όλοι κιθάρες και φιάλες χρυσές γεμά­τες θυμιάματα,, τα όποια είναι οί προσευχές των Αγίων». Αυτή ή νοερά προσευχή είναι ένα φως πού φωτίζει πάντοτε την ψυχή του ανθρώπου και πυρώνει την καρδιά του με τις φλόγες της αγάπης του Θεού- αυτή είναι μία αλυσίδα πού κρατεί ενωμένο το Θεό με τον άνθρωπο. “Ω, ή ασύγκριτη χάρη της νοεράς προσευχής! Αυτή κάνει τον άνθρωπο να συνομιλεί πάντοτε με το Θεό.”Ω πράγμα αληθινά θαυμάσιο και εξαίρετο!

Να είσαι μαζί με τους αν­θρώπους σωματικά και να βρίσκεσαι μαζί με το Θεό νοερά! Οί Άγγελοι δεν έχουν φωνή υλική, αλλά με το νου τους προσφέρουν στο Θεό ακατάπαυστη δοξολογία· αυτό είναι το έργο τους, σ’ αυτό είναι αφιερωμένη όλη τους ή ζωή. Λοιπόν και συ, αδελφέ, όταν εισέρχεσαι στο “ταμείον” σου και κλεί­νεις τη θύρα, όταν δηλαδή ο νους σου δε σκορπά εδώ κι εκεί, αλλά μπαίνει μέσα στην καρδιά σου κι οί αισθήσεις σου είναι σφαλισμένες και δεν είναι προσηλωμένες στα πράγματα του κόσμου τούτου κι έτσι προσεύχεσαι πάν­τοτε με το νου σου, τότε γίνεσαι παρόμοιος με τους αγίους Αγγέλους και ο Πατέρας σου, πού βλέπει τη μυστική σου προσευχή πού του προσφέρεις κρυ­φά στην καρδιά σου, θα σου ανταποδώσει μεγάλα πνευματικά χαρίσματα στα φανερά. Μα και τι άλλο μεγαλύτερο και περισσότερο θέλεις από το να βρίσκεσαι πάντοτε, όπως είπαμε, μαζί με το Θεό νοερά και να συνομιλείς ακατάπαυστα με Αυτόν; Χωρίς Αυτόν δεν μπορεί ποτέ κανένας άνθρωπος να είναι μακάριος μήτε εδώ μήτε στην άλλη ζωή.

Λοιπόν, αδελφέ, οποίος κι αν είσαι, όταν πάρεις στα χέρια σου το πα­ρόν βιβλίο και διαβάζοντας το δοκιμάσεις ωφέλεια στην ψυχή σου, παρακα­λώ θερμά, θυμήσου να κάνεις και μία παράκληση στο Θεό, με ένα «Κύριε ελέησον», για την αμαρτωλή ψυχή εκείνου πού κοπίασε σε τούτο το βιβλίο κι εκείνου πού ξόδεψε να το τυπώσει· οί όποιοι έχουν μεγάλη ανάγκη της προσευχής σου, για να βρουν έλεος Θεού στις ψυχές τους και συ στη δική σου.

Γένοιτο, γένοιτο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.
oparadeisos.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

<< Αποφθέγματα >>